ζωστήρι
Смотреть что такое "ζωστήρι" в других словарях:
ζωστήρι — και ζωστάρι, το ζωνάρι, ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ζωστήρας*] … Dictionary of Greek
Ζωστῆρι — Ζωστήρ a warrior s belt masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστῆρι — ζωστήρ a warrior s belt masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέργω — και επικ. τ. συνεέργω και αττ. τ. συνείργνυμι και αχρ. τ. συνείργω Α 1. περικλείω, συγκλείω («ὅσον συνεέργαθον ἄκραι», Ομ. Ιλ.) 2. περιστέλλω, περιορίζω («συνέργει τὸ πλῆθος τῆς σαρκός») 3. συνάπτω, συνδέω 4. ζώνω («ζωστῆρι... συνέεργε χιτῶνα»,… … Dictionary of Greek
Ζωστῆρ' — Ζωστῆρα , Ζωστήρ a warrior s belt masc acc sg Ζωστῆρι , Ζωστήρ a warrior s belt masc dat sg Ζωστῆρε , Ζωστήρ a warrior s belt masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστῆρ' — ζωστῆρα , ζωστήρ a warrior s belt masc acc sg ζωστῆρι , ζωστήρ a warrior s belt masc dat sg ζωστῆρε , ζωστήρ a warrior s belt masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)